- στερεοφωτομηχανή
- η, Ν(φωτ.) σύστημα από δύο αντικειμενικούς φακούς προσαρμοσμένους σε κοινό θάλαμο για τη λήψη στην ίδια πλάκα ή φιλμ ζεύγους στερεοφωτογραφιών το οποίο προορίζεται για τη μετέπειτα στερεοσκοπική παρατήρηση.
Dictionary of Greek. 2013.